- μηναγύρτης
- μηναγύρτηςa priest of Rheamasc nom sgμηναγυρτέωimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μηναγύρτης — μηναγύρτης, ὁ (Α) 1. μητραγύρτης* 2. ως κύριο όν. Μηναγύρτης τίτλος κωμωδιών τού Αντιφάνους και τού Μενάνδρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Μήν + ἀγύρτης «ζητιάνος» (< ἀγείρω)] … Dictionary of Greek
μηναγύρται — μηναγύρτης a priest of Rhea masc nom/voc pl μηναγύρτᾱͅ , μηναγύρτης a priest of Rhea masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηναγυρτῶν — μηναγύρτης a priest of Rhea masc gen pl μηναγυρτέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηναγύρτην — μηναγύρτης a priest of Rhea masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηναγύρτῃ — μηναγύρτης a priest of Rhea masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηναγυρτώ — μηναγυρτῶ, έω (Α) [μηναγύρτης] (δ. γρφ.) μητραγυρτώ* … Dictionary of Greek